αναστροφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστροφή < αρχαία ελληνική ἀναστροφή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναστροφή θηλυκό
- (γραμματική) μεταφορά του τόνου πρόθεσης από τη λήγουσα στην παραλήγουσα
- (γυμναστική) άσκηση κατά την οποία ο ασκούμενος στηρίζεται στα χέρια και σηκώνει τα πόδια ψηλά, ώστε το σώμα του να είναι κατακόρυφο προς το έδαφος
- (νομική) ανατροπή προηγούμενης πράξης, διάθεσης, απόφασης, η υπαναχώρηση
- η αναστροφή πώλησης ακινήτου όταν ο αγοραστής αλλάζει γνώμη επειδή διαπίστωσε σοβαρές ζημίες...
- (συντακτικό) το φαινόμενο κατά το οποίο η σειρά των λέξεων δεν είναι η αναμενόμενη, κάτι που συνήθως σχετίζεται με το ύφος γραφής του συγγρφέα
- αλλαγή πορείας προς την αντίθετη κατεύθυνση (σε κινούμενο μέσο), αλλά ειδικά για ιστιοφόρο μπορεί να σημαίνει την αλλαγή πορείας ώστε να κινείται αντίθετα προς τον άνεμο
- μεταβολή φυσικών μεγεθών αντίστροφα από το κανονικό
- ενώ ο αέρας κανονικά είναι ψυχρότερος στα υψηλότερα επίπεδα, στο φαινόμενο της θερμοκρασιακής αναστροφής (συχνό σε νύχτες με άπνοια) το έδαφος ψύχεται ταχύτερα και ψυχραίνει τον αέρα που είναι κοντά του, ενώ ο αέρας σε υψηλότερα επίπεδα παραμένει θερμός
- (ιατρική) το φαινόμενο κατά το οποίο ένας άνθρωπος γεννιέται με κάποιο όργανό του στην αντιδιαμετρική από την κανονική του θέση (π.χ. η καρδιά προς τα δεξιά)
- αναστροφή σπλάχνων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναστροφή
|