ιστιοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστιοφόρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἱστιοφόρον (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ἱστιοφόρος) < ἱστίον + φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστιοφόρο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ιστιοφόρο στη Βικιπαίδεια