• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ιστιοφόρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιστιοφόρο τα ιστιοφόρα
      γενική του ιστιοφόρου των ιστιοφόρων
    αιτιατική το ιστιοφόρο τα ιστιοφόρα
     κλητική ιστιοφόρο ιστιοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ιστιοφόρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἱστιοφόρον (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ἱστιοφόρος) < ἱστίον + φέρω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιστιοφόρο ουδέτερο

  • (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) καράβι με πανιά

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ιστιοφόρο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ιστιοφόρο
  • αγγλικά : sailboat (en)
  • γαλλικά : voilier (fr)
  • γερμανικά : Segelschiff (de)
  • πολωνικά : żaglowiec (pl), żaglówka (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ιστιοφόρο&oldid=5478868"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 17:10

Γλώσσες

    • Dansk
    • English
    • Français
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 17:10.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας