Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιστιοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ιστιοφόρ
ο
τα
ιστιοφόρ
α
γενική
του
ιστιοφόρ
ου
των
ιστιοφόρ
ων
αιτιατική
το
ιστιοφόρ
ο
τα
ιστιοφόρ
α
κλητική
ιστιοφόρ
ο
ιστιοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιστιοφόρο
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
ἱστιοφόρον
(
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
ἱστιοφόρος
) <
ἱστίον
+
φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιστιοφόρο
ουδέτερο
(
μέσο μεταφορών
,
ναυτικός όρος
)
καράβι
με
πανιά
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ιστιοφόρο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιστιοφόρο
αγγλικά
:
sailboat
(en)
γαλλικά
:
voilier
(fr)
γερμανικά
:
Segelschiff
(de)
πολωνικά
:
żaglowiec
(pl)
,
żaglówka
(pl)