πανί
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πανί | τα | πανιά |
γενική | του | πανιού | των | πανιών |
αιτιατική | το | πανί | τα | πανιά |
κλητική | πανί | πανιά | ||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πανί < μεσαιωνική ελληνική πανίον < ελληνιστική κοινή πάννος < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂n- (ύφασμα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πανί ουδέτερο
- κομμάτι ανθεκτικού υφάσματος, συνήθως βαμβακερού
- μεγάλο κομμάτι υφάσματος που αναρτάται σε ιστιοφόρα πλοία και το οποίο, όταν το φουσκώνει ο άνεμος, κινεί το σκάφος