πάνινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάνινος | η | πάνινη | το | πάνινο |
γενική | του | πάνινου | της | πάνινης | του | πάνινου |
αιτιατική | τον | πάνινο | την | πάνινη | το | πάνινο |
κλητική | πάνινε | πάνινη | πάνινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάνινοι | οι | πάνινες | τα | πάνινα |
γενική | των | πάνινων | των | πάνινων | των | πάνινων |
αιτιατική | τους | πάνινους | τις | πάνινες | τα | πάνινα |
κλητική | πάνινοι | πάνινες | πάνινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπάνινος, -η, -ο
- που είναι φτιαγμένος από πανί
- (μεταφορικά) που έχει το χρώμα του πανιού (κάτασπρος, χλομός)