↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλομός η χλομή το χλομό
      γενική του χλομού της χλομής του χλομού
    αιτιατική τον χλομό τη χλομή το χλομό
     κλητική χλομέ χλομή χλομό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλομοί οι χλομές τα χλομά
      γενική των χλομών των χλομών των χλομών
    αιτιατική τους χλομούς τις χλομές τα χλομά
     κλητική χλομοί χλομές χλομά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλομός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χλομός < ελληνιστική κοινή φλόμος [1] Συνηθισμένη η γραφή χλωμός, [2] για την οποία σημειώνεται [3] ότι οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το χλωρός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xloˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλο‐μός

  Επίθετο

επεξεργασία

χλομός -ή -ό

  1. (για άνθρωπο) που έχει χάσει λόγω αδιαθεσίας ή φόβου, ταραχής ή άλλου συναισθήματος το φυσιολογικό χρώμα του, κυρίως στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να φαίνεται ωχρός, πελιδνός, υποκίτρινος
  2. (για το φως) αμυδρός, αδύναμος

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • το βλέπω χλομό: για κάτι που είναι μάλλον απίθανο να συμβεί, πχ για υπόσχεση που είναι δύσκολο να δοθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χλομόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. χλωμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. {{Π:Μπαμπινιώτης 2010