↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσιολογικός η φυσιολογική το φυσιολογικό
      γενική του φυσιολογικού της φυσιολογικής του φυσιολογικού
    αιτιατική τον φυσιολογικό τη φυσιολογική το φυσιολογικό
     κλητική φυσιολογικέ φυσιολογική φυσιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσιολογικοί οι φυσιολογικές τα φυσιολογικά
      γενική των φυσιολογικών των φυσιολογικών των φυσιολογικών
    αιτιατική τους φυσιολογικούς τις φυσιολογικές τα φυσιολογικά
     κλητική φυσιολογικοί φυσιολογικές φυσιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.si.o.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐σι‐ο‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

φυσιολογικός, ή, ό

  1. που ακολουθεί αυτό που συμβαίνει συνήθως στη φύση
    ⮡  η θερμοκρασία κυμαίνεται σε φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα
     αντώνυμα: αφύσικος
  2. που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού που δεν νοσεί
    ⮡  η φυσιολογική θερμοκρασία για έναν άνθρωπο είναι γύρω στους 36,5 βαθμούς
  3. που υπάρχει, που συμβαίνει ή εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, σύμφωνα με τη φύση και τους κανόνες της, ομαλός
  4. αναμενόμενος, λογικός
    ⮡  δεν είναι φυσιολογικό που έχει αργήσει τόσο πολύ
  5. σχετικός με τον ιατρικό κλάδο της φυσιολογίας
     αντώνυμα: παθολογικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία