physiological
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
physiological (en)
- που αναφέρεται στη φυσιολογία
- a physiological theory
- φυσιολογικός, που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
- που αναφέρεται στην επίδραση ενός φαρμάκου όταν δοθεί σε κάποιον υγιή, σε αντίθεση με τη θεραπευτική του δράση