Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσιολόγος οι φυσιολόγοι
      γενική του/της φυσιολόγου των φυσιολόγων
    αιτιατική τον/τη φυσιολόγο τους/τις φυσιολόγους
     κλητική φυσιολόγε φυσιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσιολόγος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική physiologue & αρχαία ελληνική φυσιολόγος (εκείνος που ερευνούσε τα αίτια πίσω από τα φυσικά φαινόμενα) < φυσιο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιατρική, επάγγελμα) επιστήμονας που έχει πάρει την ειδικότητα της φυσιολογίας
  2. (φιλοσοφία) στοχαστής που ασχολείται με τη φιλοσοφία της φύσης (φυσικός φιλόσοφος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία