φυσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσιολογία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική physiologie < αρχαία ελληνική (φύσις) φυσιο- + -λογία (λόγος) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.si.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσιολογία θηλυκό
- (ιατρική, βιολογία, φυσιολογία) ο κλάδος της βιολογίας που μελετά τις λειτουργίες των ζωντανών οργανισμών (φυτικών και ζωικών), ιστών, κυττάρων, οργάνων καθώς και τα σχετικά φυσικά και χημικά φαινόμενα (όπως η ανάπτυξη, η αναπαραγωγή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φυσιολογία»
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυσιολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φυσιολογίᾱ | αἱ | φυσιολογίαι |
γενική | τῆς | φυσιολογίᾱς | τῶν | φυσιολογιῶν |
δοτική | τῇ | φυσιολογίᾳ | ταῖς | φυσιολογίαις |
αιτιατική | τὴν | φυσιολογίᾱν | τὰς | φυσιολογίᾱς |
κλητική ὦ! | φυσιολογίᾱ | φυσιολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσιολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φυσιολογίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφυσιολογία θηλυκό
- η έρευνα των φυσικών φαινομένων και των αιτίων τους, η φυσική φιλοσοφία
- ※ 3ος αιώνας πΚΕ ⌘Ἀριστοτέλης 384-322 πΚΕ, Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν Arist. Sens. 442b25; (Μικρά φυσικά)
- ἡ φυσιολογία ἡ περὶ τῶν φυτῶν
- ※ 3ος αιώνας πΚΕ ⌘Ἀριστοτέλης 384-322 πΚΕ, Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν Arist. Sens. 442b25; (Μικρά φυσικά)
Συγγενικά
επεξεργασία- ↑ φυσιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας