καρδιοφυσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιοφυσιολογία < καρδιο- + φυσιολογία (φυσιο- + -λογία), λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cardiophysiology < αρχαία ελληνική καρδία, φύσις, λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιοφυσιολογία θηλυκό
- (καρδιολογία, ιατρική) κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη φυσιολογία της καρδιάς και την καλή λειτουργία της
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη καρδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοφυσιολογία