καρδιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.ði.o.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιολογία θηλυκό
- (καρδιολογία, ιατρική) ο τομέας της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις της καρδιάς
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρδιολογία