καρδιολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καρδιολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cardiologue < cardio- + -logue, καρδιο- + -λόγος[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καρδιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός με ειδίκευση στην καρδιολογία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καρδιολόγος
Επεξεργασία
- ↑ «καρδιολόγος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.