φύσις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φύσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η φύση
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- νεκρά φύσις (καθαρεύουσα)
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φύσις | φύσει | φύσεις |
Γενική | φύσεως | φυσέοιν | φύσεων |
Δοτική | φύσει | φυσέοιν | φύσεσι(ν) |
Αιτιατική | φύσιν | φύσει | φύσεις |
Κλητική | φύσι | φύσει | φύσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φύσις < φύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φύσις [ῠ] θηλυκό
- φυσική κατάσταση, φυσική μορφή
- ανάστημα, μορφή
- φυσική κλίση ή χαρακτήρας
- προέλευση, καταγωγή
- γέννηση
- (περιληπτικό) όλα τα πλάσματα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- φύσις στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «φύσις» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.