φύσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῠσι- φῠσε- | |||||
ονομαστική | ἡ | φύσῐς | αἱ | φύσεις | |
γενική | τῆς | φύσεως & φύσεος(ποιητικό) |
τῶν | φύσεων | |
δοτική | τῇ | φύσει | ταῖς | φύσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | φύσῐν | τὰς | φύσεις | |
κλητική ὦ! | φύσῐ | φύσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φύσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φύσις < *φυ- (όπως και στο φύω) + -τις (> -σις) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; . Συγγενή στην οικογένεια «φύω»: φυλή, φῦλον, φῦμα, φυτόν,
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφύσις [ῠ] θηλυκό
- φυσική κατάσταση, φυσική μορφή
- ανάστημα, μορφή
- φυσική κλίση ή χαρακτήρας
- προέλευση, καταγωγή
- γέννηση
- (περιληπτικό) όλα τα πλάσματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαθέμα με φυσ-
- φύσει
- φυσιο-, φυσι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυσιο- στο Βικιλεξικό
- φυσικο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυσικο- στο Βικιλεξικό
- φυσικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φύω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φύσις - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- φύσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φύσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.