προέλευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προέλευση | οι | προελεύσεις |
γενική | της | προέλευσης* | των | προελεύσεων |
αιτιατική | την | προέλευση | τις | προελεύσεις |
κλητική | προέλευση | προελεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προελεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή < προελεύσομαι, μέλλοντας του προέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + έλευση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈe.lef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐έ‐λευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροέλευση θηλυκό
- η αρχή, η πηγή ή η καταγωγή κάποιου πράγματος, ο τόπος από τον οποίο προέρχεται
- τόπος ή χώρα προέλευσης ενός εμπορεύματος (πού κατασκευάστηκε)
- η ελληνική γλώσσα εμπλουτίστηκε με πολλές λέξεις γαλλικής προέλευσης