καταγωγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταγωγή | οι | καταγωγές |
γενική | της | καταγωγής | των | καταγωγών |
αιτιατική | την | καταγωγή | τις | καταγωγές |
κλητική | καταγωγή | καταγωγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταγωγή < (λόγιο) ελληνιστική κοινή καταγωγή < αρχαία ελληνική καταγωγή (αποβίβαση)[1] < κατάγω < κατά + ἄγω, ἀγωγή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.ɣɔˈʝi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταγωγή θηλυκό
- η προέλευση της οικογένειας ενός ατόμου, οι πρόγονοί του ή ο τόπος από τον οποίο κατάγεται
- —Ποια είναι η καταγωγή σας; —Ο εκ μητρός παππούς μου ήταν Μικρασιάτης και και ο εκ πατρός, Μοραΐτης
- (γενικότερα) η αρχική προέλευση, η αρχική μορφή, οικογένειας, έθνους, φυλής, γλώσσας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καταγωγή
Επεξεργασία
- ↑ «καταγωγή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | καταγωγή | καταγωγά | καταγωγαί |
Γενική | καταγωγῆς | καταγωγαῖν | καταγωγῶν |
Δοτική | καταγωγῇ | καταγωγαῖν | καταγωγαῖς |
Αιτιατική | καταγωγήν | καταγωγά | καταγωγάς |
Κλητική | καταγωγή | καταγωγά | καταγωγαί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταγωγή θηλυκό
- κατάβαση
- (ναυτικός όρος) ελλιμενισμός, προσέγγιση στο λιμάνι
- (συνεκδοχικά) το λιμάνι
- η κατάβαση ενός ποταμού, η πλεύση προς το ρεύμα του ποταμού
- η πτώση των νερών σ’ έναν καταρράκτη, η κοίτη ενός καταρράκτη
- κατάλυμα, διαμονή, πανδοχείο
- επιστροφή από εξορία
- επαναφορά
- τέντωμα
- καταγωγή, γενεαλογία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- καταγωγή στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «καταγωγή» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.