πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταγωγή οι καταγωγές
      γενική της καταγωγής των καταγωγών
    αιτιατική την καταγωγή τις καταγωγές
     κλητική καταγωγή καταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταγωγή θηλυκό

  1. η προέλευση της οικογένειας ενός ατόμου, οι πρόγονοί του, δηλαδή ο τόπος από τον οποίο κατάγονται.
    Ποια είναι η καταγωγή σας; Ο εκ μητρός παππούς μου ήταν Μικρασιάτης και και ο εκ πατρός, Μοραΐτης
    Ποια είναι η καταγωγή σας; Μικρά Ασία! Σμύρνη.
  2. (γενικότερα) η αρχική προέλευση, η αρχική μορφή, οικογένειας, έθνους, φυλής, γλώσσας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταγωγή αἱ καταγωγαί
      γενική τῆς καταγωγῆς τῶν καταγωγῶν
      δοτική τῇ καταγωγ ταῖς καταγωγαῖς
    αιτιατική τὴν καταγωγήν τὰς καταγωγᾱ́ς
     κλητική ! καταγωγή καταγωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταγωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταγωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία