κατάλυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάλυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάλυμα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐λυ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάλυμα ουδέτερο
- χώρος προσωρινής διαμονής
- (ιδιωματικό, χιώτικα) το ερείπιο[2]
Συγγενικά επεξεργασία
- Κατάλυμα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάλυμα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατάλυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 14.