Δείτε επίσης: Κατάλυμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάλυμα τα καταλύματα
      γενική του καταλύματος των καταλυμάτων
    αιτιατική το κατάλυμα τα καταλύματα
     κλητική κατάλυμα καταλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάλυμα ουδέτερο

  1. χώρος προσωρινής διαμονής
  2. (ιδιωματικό, χιώτικα) το ερείπιο[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κατάλυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 14.