Δείτε επίσης: ἐρείπιον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερείπιο τα ερείπια
      γενική του ερειπίου
ερείπιου
των ερειπίων
    αιτιατική το ερείπιο τα ερείπια
     κλητική ερείπιο ερείπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερείπιο < αρχαία ελληνική ἐρείπιον < ἐρείπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈɾi.pi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερείπιο ουδέτερο

  1. μισογκρεμισμένο ή σε πολύ κακή κατάσταση κτήριο ή γενικότερα κατασκευή
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος σε πολύ μεγάλη ηλικία με κακή υγεία
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος με κλονισμένο ψυχικό κόσμο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία