ερειπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαερειπώνω
- μετατρέπω σε ερείπια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερειπώνω | ερείπωνα | θα ερειπώνω | να ερειπώνω | ερειπώνοντας | |
β' ενικ. | ερειπώνεις | ερείπωνες | θα ερειπώνεις | να ερειπώνεις | ερείπωνε | |
γ' ενικ. | ερειπώνει | ερείπωνε | θα ερειπώνει | να ερειπώνει | ||
α' πληθ. | ερειπώνουμε | ερειπώναμε | θα ερειπώνουμε | να ερειπώνουμε | ||
β' πληθ. | ερειπώνετε | ερειπώνατε | θα ερειπώνετε | να ερειπώνετε | ερειπώνετε | |
γ' πληθ. | ερειπώνουν(ε) | ερείπωναν ερειπώναν(ε) |
θα ερειπώνουν(ε) | να ερειπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερείπωσα | θα ερειπώσω | να ερειπώσω | ερειπώσει | ||
β' ενικ. | ερείπωσες | θα ερειπώσεις | να ερειπώσεις | ερείπωσε | ||
γ' ενικ. | ερείπωσε | θα ερειπώσει | να ερειπώσει | |||
α' πληθ. | ερειπώσαμε | θα ερειπώσουμε | να ερειπώσουμε | |||
β' πληθ. | ερειπώσατε | θα ερειπώσετε | να ερειπώσετε | ερειπώστε | ||
γ' πληθ. | ερείπωσαν ερειπώσαν(ε) |
θα ερειπώσουν(ε) | να ερειπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ερειπώσει | είχα ερειπώσει | θα έχω ερειπώσει | να έχω ερειπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ερειπώσει | είχες ερειπώσει | θα έχεις ερειπώσει | να έχεις ερειπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ερειπώσει | είχε ερειπώσει | θα έχει ερειπώσει | να έχει ερειπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ερειπώσει | είχαμε ερειπώσει | θα έχουμε ερειπώσει | να έχουμε ερειπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ερειπώσει | είχατε ερειπώσει | θα έχετε ερειπώσει | να έχετε ερειπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ερειπώσει | είχαν ερειπώσει | θα έχουν ερειπώσει | να έχουν ερειπώσει |
|