Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

devastate (en)

  1. καταστρέφω ολοκληρωτικά, ερειπώνω, ρημάζω
  2. προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ανησυχία, ταραχή, θλίψη, τον διαλύω