Ετυμολογία

επεξεργασία
ρημάζω < (ελληνιστική κοινήἐρημάζω < ἔρημος

ρημάζω, πρτ.: ρήμαζα, στ.μέλλ.: θα ρημάξω, αόρ.: ρήμαξα, μτχ.π.π.: ρημαγμένος

  1. (μεταβατικό) με τις ενέργειές μου καταστρέφω κάτι τελείως με αποτέλεσμα να ερημωθεί
  2. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε ερείπιο και ερημώνομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία