ρημαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρημαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρημάζω
Μετοχή
επεξεργασίαρημαγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ρημάζω
- ※ Κι όσο εγώ παρίστανα, που λες, τη σουρλουλού απ'τα μεγάλα σαλόνια -τρομάρα μου!- φτάνανε στον Περαία καραβιές οι ρημαγμένοι Μικρασιάτες (Αύγουστος Κορτώ, Ρένα, εκδ. Πατάκη, 2017)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρημαγμένος