σουρλουλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουρλουλού < (άμεσο δάνειο) βενετική turlulu (χαζός, άμυαλος· αρχική σημασία: γκιόνης)[1] Θεωρήθηκε θηλυκό λόγω της κατάληξης -ού και παρετυμολογήθηκε κατά το σούρνω.[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suɾ.luˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σουρ‐λου‐λού
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουρλουλού θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) χαρακτηρίζεται έτσι μια επιπόλαιη και άμυαλη γυναίκα, που της αρέσει να τριγυρίζει
- → δείτε και τη λέξη πεταχτούλα [3]
- ※ Κι όσο εγώ παρίστανα, που λες, τη σουρλουλού απ'τα μεγάλα σαλόνια -τρομάρα μου!- φτάνανε στον Περαία καραβιές οι ρημαγμένοι Μικρασιάτες (Αύγουστος Κορτώ, Ρένα, εκδ. Πατάκη, 2017)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σούρλος (διαφορετικής ετυμολογίας και σημασίας)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 772 TURLULU - Boerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.
- ↑ σουρλουλού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σουρλουλού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)