σούρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σούρνω < μεσαιωνική ελληνική σέρνω < αρχαία ελληνική σύρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsuɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σούρ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασούρνω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σέρνω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σούρνω
|