σέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σέρνω < σύρνω < αρχαία ελληνική σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασέρνω (παθητική φωνή: σέρνομαι)
- τραβάω πίσω μου, όπως κινούμαι, κάποιον ή κάτι
- μετακινώ κάτι τραβώντας το ή ωθώντας το, χωρίς να το σηκώνω
- (για ζώα, κυρίως γάτα), βρίσκομαι σε περίοδο οίστρου.
- παθητική φωνή: σέρνομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αλογοσέρνω
- ανασέρνω
- ανασυρμένος
- αποσέρνω
- αργοσέρνω
- επισεσυρμένη
- ξεσέρνω
- παρασέρνω
- παρασυρμένος
- σερνάμενος
- συρμένος
Εκφράσεις
επεξεργασία- σέρνει από τη μύτη: ελέγχει
- σέρνομαι στα γόνατα: εκλιπαρώ
- σέρνω τα πόδια μου: είμαι πολύ κουρασμένος
- σέρνω τον χορό: χορεύω πρώτος
- σύρε / σύρετε: πήγαινε / πηγαίνετε
- σύρε κι έλα: όταν επισκέπτομαι κάποιον ή κάτι συχνά
- τα σέρνω σε κάποιον: τον μαλώνω ή λέω άσχημα πράγματα γι’ αυτόν
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σέρνω | έσερνα | θα σέρνω | να σέρνω | σέρνοντας | |
β' ενικ. | σέρνεις | έσερνες | θα σέρνεις | να σέρνεις | σέρνε | |
γ' ενικ. | σέρνει | έσερνε | θα σέρνει | να σέρνει | ||
α' πληθ. | σέρνουμε | σέρναμε | θα σέρνουμε | να σέρνουμε | ||
β' πληθ. | σέρνετε | σέρνατε | θα σέρνετε | να σέρνετε | σέρνετε | |
γ' πληθ. | σέρνουν(ε) | έσερναν σέρναν(ε) |
θα σέρνουν(ε) | να σέρνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσυρα | θα σύρω | να σύρω | σύρει | ||
β' ενικ. | έσυρες | θα σύρεις | να σύρεις | σύρε | ||
γ' ενικ. | έσυρε | θα σύρει | να σύρει | |||
α' πληθ. | σύραμε | θα σύρουμε | να σύρουμε | |||
β' πληθ. | σύρατε | θα σύρετε | να σύρετε | σύρτε | ||
γ' πληθ. | έσυραν σύραν(ε) |
θα σύρουν(ε) | να σύρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σύρει | είχα σύρει | θα έχω σύρει | να έχω σύρει | ||
β' ενικ. | έχεις σύρει | είχες σύρει | θα έχεις σύρει | να έχεις σύρει | έχε συρμένο | |
γ' ενικ. | έχει σύρει | είχε σύρει | θα έχει σύρει | να έχει σύρει | ||
α' πληθ. | έχουμε σύρει | είχαμε σύρει | θα έχουμε σύρει | να έχουμε σύρει | ||
β' πληθ. | έχετε σύρει | είχατε σύρει | θα έχετε σύρει | να έχετε σύρει | έχετε συρμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σύρει | είχαν σύρει | θα έχουν σύρει | να έχουν σύρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συρμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συρμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συρμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συρμένο |