παρασέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασέρνω < παρασύρω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρασέρνω, πρτ.: παράσερνα, στ.μέλλ.: θα παρασύρω, αόρ.: παρέσυρα και παράσυρα, παθ.φωνή: παρασέρνομαι, μτχ.π.π.: παρασυρμένος
- → δείτε τη λέξη παρασύρω
- το δυνατό ρεύμα μάς παράσερνε στα βαθιά