Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρασυρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρασυρμέν
ος
η
παρασυρμέν
η
το
παρασυρμέν
ο
γενική
του
παρασυρμέν
ου
της
παρασυρμέν
ης
του
παρασυρμέν
ου
αιτιατική
τον
παρασυρμέν
ο
την
παρασυρμέν
η
το
παρασυρμέν
ο
κλητική
παρασυρμέν
ε
παρασυρμέν
η
παρασυρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρασυρμέν
οι
οι
παρασυρμέν
ες
τα
παρασυρμέν
α
γενική
των
παρασυρμέν
ων
των
παρασυρμέν
ων
των
παρασυρμέν
ων
αιτιατική
τους
παρασυρμέν
ους
τις
παρασυρμέν
ες
τα
παρασυρμέν
α
κλητική
παρασυρμέν
οι
παρασυρμέν
ες
παρασυρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρασυρμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παρασέρνω
και
παρασύρω
Μετοχή
επεξεργασία
παρασυρμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
παρασύρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρασυρμένος