ένα ζευγάρι που χορεύει

Ετυμολογία

επεξεργασία

χορεύω, πρτ.: χόρευα, αόρ.: χόρεψα, παθ.φωνή: χορεύομαι, π.αόρ.: χορεύτηκα

  1. (χορός) κινούμαι με ρυθμό, με ή χωρίς μουσική
      Χορεύετε;
      Το βαλς χορεύτηκε περισσότερο από πουθενά, στη Βιέννη.
  2. (μεταφορικά) τυραννάω κάποιον ή κάποιαν, τον "στρώνω", τον εκδικούμαι, τον τσιτσιρίζω, τον βασανίζω
      θα τον χορέψω στο ταψί

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
χορεύω < χορός + -εύω

χορεύω

  1. μετέχω σε χορό, είμαι χορευτής
  2. χοροπηδώ
  3. διασκεδάζω, γιορτάζω, πανηγυρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη χορός