ρυθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρυθμός | οι | ρυθμοί |
γενική | του | ρυθμού | των | ρυθμών |
αιτιατική | τον | ρυθμό | τους | ρυθμούς |
κλητική | ρυθμέ | ρυθμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρυθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾiˈθmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυθ‐μός
- παλιότερος συλλαβισμός : ρυ‐θμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρυθμός αρσενικό
- η ταχύτητα με την οποία κάτι αυξομειώνεται ή με την οποία το ένα γεγονός μιας ακολουθίας διαδέχεται το άλλο
- ⮡ ο ρυθμός της ζωής, ο ρυθμός των αλλαγών
- ※ Mε αμείωτο ρυθμό συνεχίστηκε και τον Ιούνιο η μείωση των χορηγήσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με αποτέλεσμα η αγορά να έχει στεγνώσει από ρευστότητα. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 25/7/2014)
- (μουσική) το τέμπο ή το μέτρο· η ταχύτητα ενός κομματιού ή ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο οι νότες τονίζονται και σχηματίζουν μουσικές ενότητες ίσης διάρκειας
- ⮡ σε ρυθμό 4/4, ζωηρός ρυθμός
- (αρχιτεκτονική) μια τεχνοτροπία χαρακτηριστική μιας εποχής, ενός τόπου ή ενός λαού
- ⮡ Δωρικός ρυθμός, Βυζαντινός ρυθμός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίααρχιτεκτονική:
πληροφορική:
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαρρύθμιστος
- αμεταρρύθμιστος
- αναρρυθμίζω
- αναρρύθμιση
- αντιαρρυθμικός
- αντιμεταρρύθμιση
- αντιμεταρρυθμιστικός
- απορρυθμίζω
- απορρύθμιση
- απορρυθμιστικός
- αργόρυθμος
- αρρυθμία
- αρρύθμιστος
- άρρυθμος
- αυστηρορυθμικός
- αυτορυθμιζόμενος
- αυτορύθμιση
- αυτορύθμιστος
- βιορυθμός
- διαρρυθμίζω
- διαρρύθμιση
- διαρρυθμιστικός
- έκρυθμος
- έρρυθμος
- ετερόρρυθμος
- εύρυθμα
- ευρυθμία
- εύρυθμος
- θερμορρύθμιση
- θερμορρυθμιστικός
- ιδιόρρυθμα
- ιδιορρυθμία
- ιδιόρρυθμος
- μεταρρυθμίζω
- μεταρρύθμιση
- μεταρρυθμιστής
- μεταρρυθμιστικά
- μεταρρυθμιστικός
- μεταρρυθμίστρια
- ομόρρυθμος
- ρυθμίζω
- ρυθμικά
- ρυθμική
- ρυθμικός
- ρυθμικότητα
- ρύθμιση
- ρυθμιστήρας
- ρυθμιστής
- ρυθμιστικός
- ρυθμολογία
- ταχύρρυθμα
- ταχύρρυθμος
- φωτορυθμικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρυθμός
|