rhythm
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rhythm | rhythms |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrhythm (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο ρυθμός
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
- Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
Εκφράσεις
επεξεργασία- on rhythm: (πάνω) στον ρυθμό, με σωστό ρυθμό
- on the rhythm of (sth): στον ρυθμό του/της