ενικός         πληθυντικός  
rhythm rhythms

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɹɪ.ð(ə)m/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rhythm (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο ρυθμός
    ⮡  The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
    Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • on rhythm: (πάνω) στον ρυθμό, με σωστό ρυθμό
  • on the rhythm of (sth): στον ρυθμό του/της