Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρρύθμιστος η αρρύθμιστη το αρρύθμιστο
      γενική του αρρύθμιστου της αρρύθμιστης του αρρύθμιστου
    αιτιατική τον αρρύθμιστο την αρρύθμιστη το αρρύθμιστο
     κλητική αρρύθμιστε αρρύθμιστη αρρύθμιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρρύθμιστοι οι αρρύθμιστες τα αρρύθμιστα
      γενική των αρρύθμιστων των αρρύθμιστων των αρρύθμιστων
    αιτιατική τους αρρύθμιστους τις αρρύθμιστες τα αρρύθμιστα
     κλητική αρρύθμιστοι αρρύθμιστες αρρύθμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρρύθμιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αρρύθμιστος

  1. που δεν έχει ρυθμιστεί
  2. ακανόνιστος, ατακτοποίητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία