ακανόνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακανόνιστος < στερητικό α- + (κανονίζω) κανονισ- + -τος, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική irrégulier)
- για τον θρησκευτικό όρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκανόνιστος (< κανών κανόνας πίστης)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈno.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐νό‐νι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαακανόνιστος, -η, -ο
- ο ασύμμετρος, χωρίς τις αναμενόμενες αναλογίες σε χρόνους, μορφή, ρυθμό
- ⮡ ακανόνιστοι παλμοί καρδιάς, ακανόνιστα χαρακτηριστικά
- που δεν ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο
- που δεν έχει τακτοποιηθεί, ο αρρύθμιστος
- (θρησκεία) που δεν συμφωνεί με τους κανόνες της εκκλησίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία που δεν συμφωνεί με θρησκευτικούς κανόνες
|