μοτίβο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοτίβο | τα | μοτίβα |
γενική | του | μοτίβου | των | μοτίβων |
αιτιατική | το | μοτίβο | τα | μοτίβα |
κλητική | μοτίβο | μοτίβα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοτίβο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοτίβο ουδέτερο
- επαναλαμβανόμενο δομοστοιχείο
- γενικό πλάνο που συνήθως αποτελείται από γεωμετρικά συναφή μέρη