pattern
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pattern | patterns |
Ετυμολογία
επεξεργασία- pattern < μέση αγγλική patron
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpattern (en)
- το πρότυπο, το μοτίβο, η τάση, ο τρόπος, ο κανονικός τρόπος με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται
- ⮡ The psychologists study the behavioral patterns in children.
- Οι ψυχολόγοι μελετούν τα πρότυπα συμπεριφοράς στα παιδιά.
- ⮡ The teacher noticed a pattern of disruptive behavior in the classroom.
- Ο δάσκαλος παρατήρησε ένα πρότυπο διαταρακτικής συμπεριφοράς στην τάξη.
- ⮡ Artificial intelligence relies heavily on pattern recognition.
- Η τεχνητή νοημοσύνη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αναγνώριση προτύπων.
- ⮡ The economist analyzed the pattern in consumer spending.
- Ο οικονομολόγος ανέλυσε το πρότυπο δαπανών των καταναλωτών.
- ⮡ Scientists are observing changes in weather patterns.
- Οι επιστήμονες παρατηρούν αλλαγές στα κλιματικά πρότυπα.
- ⮡ Doctors monitor the growth patterns of infants.
- Οι γιατροί παρακολουθούν τα πρότυπα ανάπτυξης των βρεφών.
- ⮡ Doctors observed a common pattern of symptoms among the patients.
- Οι γιατροί παρατήρησαν ένα κοινό πρότυπο συμπτωμάτων μεταξύ των ασθενών.
- ⮡ Disruptions in sleeping patterns can affect health.
- Οι διαταραχές στα πρότυπα ύπνου μπορούν να επηρεάσουν την υγεία.
- ⮡ The city has altered its traffic patterns to reduce congestion.
- Η πόλη έχει αλλάξει τα κυκλοφοριακά μοτίβα για να μειώσει την συμφόρηση.
- ⮡ Jazz often uses repetitive rhythmic patterns.
- Η τζαζ συχνά χρησιμοποιεί επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα.
- ⮡ There is a clear pattern in the sales data.
- Υπάρχει ένα σαφές μοτίβο/μια σαφής τάση στα δεδομένα πωλήσεων.
- ⮡ He shows a pattern of criminality.
- Έχει μια τάση εγκληματικότητας.
- ⮡ Her speech pattern is very distinctive.
- Ο τρόπος ομιλίας της είναι πολύ χαρακτηριστικός.
- ⮡ The psychologists study the behavioral patterns in children.
- το πρότυπο, το υπόδειγμα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα για να ακολουθήσει κάποιος
- ⮡ She is the pattern of all virtues.
- Είναι πρότυπο/υπόδειγμα κάθε αρετής.
- ⮡ She is the pattern of all virtues.
- το σχέδιο, μια τακτική διάταξη γραμμών, σχημάτων, χρωμάτων κτλ. για παράδειγμα σε ύφασμα, χαλιά κτλ.
- (πληροφορική) συμβολοσειρά που περιέχει σύμβολα υποκατάστασης (wildcard characters) και χρησιμοποιείται για ταίριασμα (matching) με άλλες συμβολοσειρές
Παράγωγα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Pattern (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- pattern - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 860, 917. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχέδιο, υπόδειγμα