ενικός         πληθυντικός  
pattern patterns

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pattern < μέση αγγλική patron

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.t(ə)n/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈpæ.təɹn/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pattern (en)

  1. το πρότυπο, το μοτίβο, η τάση, ο τρόπος, ο κανονικός τρόπος με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται
    ⮡  The psychologists study the behavioral patterns in children.
    Οι ψυχολόγοι μελετούν τα πρότυπα συμπεριφοράς στα παιδιά.
    ⮡  The teacher noticed a pattern of disruptive behavior in the classroom.
    Ο δάσκαλος παρατήρησε ένα πρότυπο διαταρακτικής συμπεριφοράς στην τάξη.
    ⮡  Artificial intelligence relies heavily on pattern recognition.
    Η τεχνητή νοημοσύνη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αναγνώριση προτύπων.
    ⮡  The economist analyzed the pattern in consumer spending.
    Ο οικονομολόγος ανέλυσε το πρότυπο δαπανών των καταναλωτών.
    ⮡  Scientists are observing changes in weather patterns.
    Οι επιστήμονες παρατηρούν αλλαγές στα κλιματικά πρότυπα.
    ⮡  Doctors monitor the growth patterns of infants.
    Οι γιατροί παρακολουθούν τα πρότυπα ανάπτυξης των βρεφών.
    ⮡  Doctors observed a common pattern of symptoms among the patients.
    Οι γιατροί παρατήρησαν ένα κοινό πρότυπο συμπτωμάτων μεταξύ των ασθενών.
    ⮡  Disruptions in sleeping patterns can affect health.
    Οι διαταραχές στα πρότυπα ύπνου μπορούν να επηρεάσουν την υγεία.
    ⮡  The city has altered its traffic patterns to reduce congestion.
    Η πόλη έχει αλλάξει τα κυκλοφοριακά μοτίβα για να μειώσει την συμφόρηση.
    ⮡  Jazz often uses repetitive rhythmic patterns.
    Η τζαζ συχνά χρησιμοποιεί επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα.
    ⮡  There is a clear pattern in the sales data.
    Υπάρχει ένα σαφές μοτίβο/μια σαφής τάση στα δεδομένα πωλήσεων.
    ⮡  He shows a pattern of criminality.
    Έχει μια τάση εγκληματικότητας.
    ⮡  Her speech pattern is very distinctive.
    Ο τρόπος ομιλίας της είναι πολύ χαρακτηριστικός.
  2. το πρότυπο, το υπόδειγμα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα για να ακολουθήσει κάποιος
    ⮡  She is the pattern of all virtues.
    Είναι πρότυπο/υπόδειγμα κάθε αρετής.
  3. το σχέδιο, μια τακτική διάταξη γραμμών, σχημάτων, χρωμάτων κτλ. για παράδειγμα σε ύφασμα, χαλιά κτλ.
    ⮡  fabrics with patterns - υφάσματα με σχέδια
    ⮡  decorative/geometrical patterns - διακοσμητικά/γεωμετρικά σχέδια
     συνώνυμα: design
  4. (πληροφορική) συμβολοσειρά που περιέχει σύμβολα υποκατάστασης (wildcard characters) και χρησιμοποιείται για ταίριασμα (matching) με άλλες συμβολοσειρές

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία