patterned
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpatterned (en) (χωρίς παραθετικά)
- με σχέδια
- ⮡ patterned fabrics - υφάσματα με σχέδια
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpatterned (en)
Πηγές
επεξεργασία- patterned - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 860. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχέδιο