πρότυπο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρότυπο | τα | πρότυπα |
γενική | του | προτύπου | των | προτύπων |
αιτιατική | το | πρότυπο | τα | πρότυπα |
κλητική | πρότυπο | πρότυπα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρότυπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρότυπος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρότυπο ουδέτερο
- αυτό που χρησιμεύει ως υπόδειγμα για αναπαραγωγή, για δημιουργία αντιγράφων
- οτιδήποτε λειτουργεί ως υπόδειγμα που το ακολουθούν άλλοι
- πρόσωπο του οποίου το παράδειγμα θέλει κάποιος να ακολουθήσει, να μιμηθεί
- (πληροφορική) έγγραφο με μελετημένη δομή και μορφοποίηση καθώς και κενά που πρέπει να συμπληρώσει ο χρήστης, όταν θέλει να δημιουργήσει ένα δικό του έγγραφο
- (βικισύνταξη) ειδικού τύπου σελίδα, η οποία όταν καλείται ενσωματώνει το περιεχόμενό της σε άλλες σελίδες. Λειτουργεί ως συνάρτηση που δέχεται παραμέτρους ώστε να μπορεί να εμφανίσει διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
πληροφορική : αντιπαραβολή προτύπων