Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
model models

model (en)

  1. το μοντέλο, ένα αντίγραφο κάτι, συνήθως μικρότερο από το αρχικό αντικείμενο
    ⮡  the wax model of a statue/ship - το κέρινο μοντέλο για ένα άγαλμα/πλοίο
  2. το μοντέλο, κάτι όπως ένα κείμενο ή ένα σύστημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για να αντιγράψουν άλλα πρόσωπα
    ⮡  modern models of economic development - σύγχρονα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης
    ⮡  There are communist parties which accept/reject the Soviet model.
    Υπάρχουν κομμουνιστικά κόμματα που δέχονται/αρνούνται το σοβιετικό μοντέλο.
  3. το υπόδειγμα, το πρότυπο, πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται εξαιρετικό παράδειγμα για κάτι
    ⮡  He is a model of industry/honesty.
    Είναι υπόδειγμα επιμέλειας/τιμιότητας.
    ⮡  He is a model father and husband.
    Είναι υπόδειγμα πατέρα και συζύγου.
    ⮡  She is a model wife and mother.
    Είναι πρότυπο συζύγου και μητέρας.
    ⮡  He is a model of a good family man.
    Είναι πρότυπο καλού οικογενειάρχη.
    → δείτε τον όρο role model
  4. (επάγγελμα) το μοντέλο (μόδας), ένα πρόσωπο που η δουλειά του είναι να φοράει και να δείχνει νέα στυλ ρούχων και να φωτογραφίζεται φορώντας τα
    ⮡  The collection’s show closed with the famous model dressed as a bride.
    H παρουσίαση της κολεξιόν έκλεισε με το διάσημο μοντέλο ντυμένο νύφη.
     συνώνυμα: fashion model
  5. (επάγγελμα) το μοντέλο ενός ζωγράφου, πρόσωπο που απασχολείται για να ζωγραφίσει, να σχεδιάσει, να φωτογραφίσει κτλ. από καλλιτέχνη ή φωτογράφο
    ⮡  a painter’s model - το μοντέλο ενός ζωγράφου
    ⮡  She poses as a model for artists and sculptors.
    Ποζάρει ως μοντέλο σε ζωγράφους και γλύπτες.
  6. το μοντέλο, ο τύπος, ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή είδος προϊόντος
    ⮡  the latest models from Paris - τα τελευταία μοντέλα από το Παρίσι
    ⮡  Fiat’s new model - το νέο μοντέλο της Fiat
    ⮡  She will present her spring models.
    Θα παρουσιάσει τα ανοιξιάτικα μοντέλα της.
    ⮡  a car of the latest model - αυτοκίνητο τελευταίου τύπου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας model
γ΄ ενικό ενεστώτα models
αόριστος modeled (ΗΠΑ), modelled (ΗΒ)
παθητική μετοχή modeled (ΗΠΑ), modelled (ΗΒ)
ενεργητική μετοχή modeling (ΗΠΑ), modelling (ΗΒ)

model (en)

  • δημιουργώ ένα μοντέλο, μοντελοποιώ
    ⮡  He was trying to model the stock markets.
    Προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα μοντέλο για το χρηματιστήριο.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɔdɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

model (pl) αρσενικό

  1. το μοντέλο ως:

Συγγενικά

επεξεργασία