model
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
model (en)
- δημιουργώ ένα μοντέλο, μοντελοποιώ
- He was trying to model the stock markets (Προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα μοντέλο για το χρηματιστήριο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
model (en)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
(πληροφορική)
- Component Object Model (COM)
- color model
- data model
- relational model
- entity-relationship diagram ή entity-relationship model
- OSI model
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
model (pl) αρσενικό
- το μοντέλο ως: