Δείτε επίσης: Ζωγράφος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ζωγράφος οι ζωγράφοι
      γενική του/της ζωγράφου των ζωγράφων
    αιτιατική τον/τη ζωγράφο τους/τις ζωγράφους
     κλητική ζωγράφε ζωγράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ζωγράφοι σε πάρκο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζωγράφος οἱ ζωγράφοι
      γενική τοῦ ζωγράφου τῶν ζωγράφων
      δοτική τῷ ζωγράφ τοῖς ζωγράφοις
    αιτιατική τὸν ζωγράφον τοὺς ζωγράφους
     κλητική ! ζωγράφε ζωγράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωγράφω
γεν-δοτ τοῖν  ζωγράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωγράφος < ζωή ή ζωός (ζωντανός) + -γράφος (γράφω)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.