• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

malarz

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

malarz (pl) αρσενικό

  1. ο ζωγράφος
  2. ο βαφέας, ο μπογιατζής

Συγγενικά

επεξεργασία
  • malarka
  • malarski
  • malarskość
  • malarstwo
  • malowanie
  • malować
  • namalować
  • pomalować
  • zmalować
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=malarz&oldid=5242936"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:11

Γλώσσες

    • العربية
    • Català
    • Čeština
    • Cymraeg
    • English
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Русский
    • Svenska
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας