μπογιατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπογιατζής < μπογιά + -τζής, από (άμεσο δάνειο) τουρκική boyacı
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπογιατζής αρσενικό (θηλυκό μπογιατζού σκωπτικά)
- (επάγγελμα) βαφέας· επαγγελματίας ή εργάτης που ασχολείται με τη βαφή κτηρίων, o ελαιοχρωματιστής
- (χλευαστικά) αδέξιος ζωγράφος