μπογιαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπογιαντίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμπογιαντίζω και μπογιατίζω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπογιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπογιαντίζω | μπογιάντιζα | θα μπογιαντίζω | να μπογιαντίζω | μπογιαντίζοντας | |
β' ενικ. | μπογιαντίζεις | μπογιάντιζες | θα μπογιαντίζεις | να μπογιαντίζεις | μπογιάντιζε | |
γ' ενικ. | μπογιαντίζει | μπογιάντιζε | θα μπογιαντίζει | να μπογιαντίζει | ||
α' πληθ. | μπογιαντίζουμε | μπογιαντίζαμε | θα μπογιαντίζουμε | να μπογιαντίζουμε | ||
β' πληθ. | μπογιαντίζετε | μπογιαντίζατε | θα μπογιαντίζετε | να μπογιαντίζετε | μπογιαντίζετε | |
γ' πληθ. | μπογιαντίζουν(ε) | μπογιάντιζαν μπογιαντίζαν(ε) |
θα μπογιαντίζουν(ε) | να μπογιαντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπογιάντισα | θα μπογιαντίσω | να μπογιαντίσω | μπογιαντίσει | ||
β' ενικ. | μπογιάντισες | θα μπογιαντίσεις | να μπογιαντίσεις | μπογιάντισε | ||
γ' ενικ. | μπογιάντισε | θα μπογιαντίσει | να μπογιαντίσει | |||
α' πληθ. | μπογιαντίσαμε | θα μπογιαντίσουμε | να μπογιαντίσουμε | |||
β' πληθ. | μπογιαντίσατε | θα μπογιαντίσετε | να μπογιαντίσετε | μπογιαντίστε | ||
γ' πληθ. | μπογιάντισαν μπογιαντίσαν(ε) |
θα μπογιαντίσουν(ε) | να μπογιαντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπογιαντίσει | είχα μπογιαντίσει | θα έχω μπογιαντίσει | να έχω μπογιαντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπογιαντίσει | είχες μπογιαντίσει | θα έχεις μπογιαντίσει | να έχεις μπογιαντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπογιαντίσει | είχε μπογιαντίσει | θα έχει μπογιαντίσει | να έχει μπογιαντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπογιαντίσει | είχαμε μπογιαντίσει | θα έχουμε μπογιαντίσει | να έχουμε μπογιαντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπογιαντίσει | είχατε μπογιαντίσει | θα έχετε μπογιαντίσει | να έχετε μπογιαντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπογιαντίσει | είχαν μπογιαντίσει | θα έχουν μπογιαντίσει | να έχουν μπογιαντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπογιαντίζω
→ δείτε τη λέξη βάφω |