βάφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάφω < αρχαία ελληνική βάπτω[1] (βυθίζω κάτι σε μπογιά ώστε να πάρει αυτό το χρώμα) < βάπτω (βυθίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈva.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐φω
Ρήμα
επεξεργασίαβάφω, αόρ.: έβαψα, παθ.φωνή: βάφομαι, π.αόρ.: βάφτηκα/(βάφηκα), μτχ.π.π.: βαμμένος
- καλύπτω μια επιφάνεια ή ένα αντικείμενο με χρώμα
- ↪ βάφω τον τοίχο, βάφω τα μαλλιά μου
- εμποτίζω με χρώμα
- το χώμα βάφτηκε κόκκινο (για να δηλώσουμε την αιματοχυσία)
- μακιγιάρω
Εκφράσεις
επεξεργασία- την έβαψα: βρίσκομαι σε πολύ άσχημη θέση (συνήθως εξαιτίας κάποιου λάθους μου), περιμένω άσχημες εξελίξεις
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βαφ- βαμμ-
βαφ- βαμμ-
Σύνθετα
επεξεργασίασύνθετα του ρήματος: [2]
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βάφω | έβαφα | θα βάφω | να βάφω | βάφοντας | |
β' ενικ. | βάφεις | έβαφες | θα βάφεις | να βάφεις | βάφε | |
γ' ενικ. | βάφει | έβαφε | θα βάφει | να βάφει | ||
α' πληθ. | βάφουμε | βάφαμε | θα βάφουμε | να βάφουμε | ||
β' πληθ. | βάφετε | βάφατε | θα βάφετε | να βάφετε | βάφετε | |
γ' πληθ. | βάφουν(ε) | έβαφαν βάφαν(ε) |
θα βάφουν(ε) | να βάφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έβαψα | θα βάψω | να βάψω | βάψει | ||
β' ενικ. | έβαψες | θα βάψεις | να βάψεις | βάψε | ||
γ' ενικ. | έβαψε | θα βάψει | να βάψει | |||
α' πληθ. | βάψαμε | θα βάψουμε | να βάψουμε | |||
β' πληθ. | βάψατε | θα βάψετε | να βάψετε | βάψτε | ||
γ' πληθ. | έβαψαν βάψαν(ε) |
θα βάψουν(ε) | να βάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βάψει | είχα βάψει | θα έχω βάψει | να έχω βάψει | ||
β' ενικ. | έχεις βάψει | είχες βάψει | θα έχεις βάψει | να έχεις βάψει | έχε βαμμένο | |
γ' ενικ. | έχει βάψει | είχε βάψει | θα έχει βάψει | να έχει βάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε βάψει | είχαμε βάψει | θα έχουμε βάψει | να έχουμε βάψει | ||
β' πληθ. | έχετε βάψει | είχατε βάψει | θα έχετε βάψει | να έχετε βάψει | έχετε βαμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βάψει | είχαν βάψει | θα έχουν βάψει | να έχουν βάψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βαμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βαμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βαμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βαμμένο |
Παθητική φωνή: εξαρτημένος τύπος: βαφτώ, (βαφώ), αόριστος: βάφτηκα, (βάφηκα)
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βάφομαι | βαφόμουν(α) | θα βάφομαι | να βάφομαι | ||
β' ενικ. | βάφεσαι | βαφόσουν(α) | θα βάφεσαι | να βάφεσαι | ||
γ' ενικ. | βάφεται | βαφόταν(ε) | θα βάφεται | να βάφεται | ||
α' πληθ. | βαφόμαστε | βαφόμαστε βαφόμασταν |
θα βαφόμαστε | να βαφόμαστε | ||
β' πληθ. | βάφεστε | βαφόσαστε βαφόσασταν |
θα βάφεστε | να βάφεστε | (βάφεστε) | |
γ' πληθ. | βάφονται | βάφονταν βαφόντουσαν |
θα βάφονται | να βάφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάφτηκα | θα βαφτώ | να βαφτώ | βαφτεί | ||
β' ενικ. | βάφτηκες | θα βαφτείς | να βαφτείς | βάψου | ||
γ' ενικ. | βάφτηκε | θα βαφτεί | να βαφτεί | |||
α' πληθ. | βαφτήκαμε | θα βαφτούμε | να βαφτούμε | |||
β' πληθ. | βαφτήκατε | θα βαφτείτε | να βαφτείτε | βαφτείτε | ||
γ' πληθ. | βάφτηκαν βαφτήκαν(ε) |
θα βαφτούν(ε) | να βαφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βαφτεί | είχα βαφτεί | θα έχω βαφτεί | να έχω βαφτεί | βαμμένος | |
β' ενικ. | έχεις βαφτεί | είχες βαφτεί | θα έχεις βαφτεί | να έχεις βαφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει βαφτεί | είχε βαφτεί | θα έχει βαφτεί | να έχει βαφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βαφτεί | είχαμε βαφτεί | θα έχουμε βαφτεί | να έχουμε βαφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε βαφτεί | είχατε βαφτεί | θα έχετε βαφτεί | να έχετε βαφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βαφτεί | είχαν βαφτεί | θα έχουν βαφτεί | να έχουν βαφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βαμμένος - είμαστε, είστε, είναι βαμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βαμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βαμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βαμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βαμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βαμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βαμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μακιγιάρω
βάφω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βάφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Όροι με βάφω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)