• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βαφή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαφή οι βαφές
      γενική της βαφής των βαφών
    αιτιατική τη βαφή τις βαφές
     κλητική βαφή βαφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βαφή < αρχαία ελληνική

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βαφή θηλυκό

  1. η ενέργεια του βάφω, το βάψιμο
  2. χρώμα που χρησμιποιείται για να βάψουμε κάτι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βαφή
  • βουλγαρικά : боя (bg)
  • γαλλικά : teinture (fr)
  • ισπανικά : pigmento (es)
  • ιταλικά : tinta (it)
  • ουγγρικά : festék (hu)
  • πολωνικά : farba (pl)
  • πορτογαλικά : tinta (pt)
  • ρουμανικά : vopsea (ro)
  • ρωσικά : краска (ru)
  • σερβικά : боја (sr)
  • σουηδικά : lackering (sv)
  • τσεχικά : barva (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βαφή&oldid=5461348"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 18:53
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 18:53.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie