боја
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- боја < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بویا
Ουσιαστικό
επεξεργασίαбоја (sr) (λατινική γραφή: bòja) θηλυκό
Ετυμολογία
επεξεργασία- боја < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بویا
Ουσιαστικό
επεξεργασίαбоја (mk) θηλυκό