χρώμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρώμα | τα | χρώματα |
γενική | του | χρώματος | των | χρωμάτων |
αιτιατική | το | χρώμα | τα | χρώματα |
κλητική | χρώμα | χρώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρῶμα < χρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) < *gʰer- (τρίβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρώ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρώμα ουδέτερο
- (φυσική) ένα φυσικό χαρακτηριστικό των υλικών σωμάτων που εξαρτάται από το ποια μήκη κύματος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας αντανακλώνται στην επιφάνειά τους
- ↪ Τα βασικά χρώματα στη ζωγραφική είναι το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε. Μ' αυτά δημιουργούνται τα δευτερογενή χρώματα.
- ※ Τα χρώματα του φάσματος, κατά σειρά μείωσης του μήκους κύματος, είναι: ερυθρό, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, κυανό και ιώδες. Τα χρώματα αυτά δεν αναλύονται σε άλλα απλούστερα και, αν τα ανασυνθέσουμε, θα αναπαραγάγουμε το λευκό φως.
- Φυσική Γενικής Παιδείας Β΄Λυκείου, 3.4. Ανάλυση λευκού φωτός και χρώματα ebooks.edu.gr
- μια συγκεκριμένη σύνθεση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων μέσα στο ορατό φάσμα, που γίνεται αντιληπτή ως ομάδα
- απόχρωση, σε αντίθεση με τα αχρωματικά χρώματα (μαύρο, άσπρο και τα γκρίζα)
- ο τόνος του ανθρωπίνου δέρματος, ειδικά σαν φυλετική ή εθνική ένδειξη
- η βαφή, η μπογιά, η χρωστική ουσία
- (μεταφορικά) ενδιαφέρον, ειδικά σε μια ειδική περιοχή
- (χαρτοπαίγνιο) οποιαδήποτε από τις 4 φυλές της κλασικής τράπουλας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αληθινό χρώμα, πραγματικό χρώμα (γραφικά υπολογιστή)
- βάθος χρώματος
- κλίμακα χρωμάτων
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- χρωματο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωματο- στο Βικιλεξικό
- χρωμο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμο- στο Βικιλεξικό
- -χρωμος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χρωμος στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρώμα
|