Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωματικότητα οι χρωματικότητες
      γενική της χρωματικότητας των χρωματικοτήτων
    αιτιατική τη χρωματικότητα τις χρωματικότητες
     κλητική χρωματικότητα χρωματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρωματικότητα < χρωματικ(ός) + -ότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική chromaticity

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρωματικότητα θηλυκό

  1. η απόχρωση και ο κορεσμός ενός χρώματος όχι όμως η φωτεινότητα
    • Μου όρισες ακριβώς την χρωματικότητα, αν δεν μου δώσεις τιμή φωτεινότητας όμως, το προϊόν θα βγει λάθος.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία