Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κίτρινο τα κίτρινα
      γενική του κίτρινου των κίτρινων
    αιτιατική το κίτρινο τα κίτρινα
     κλητική κίτρινο κίτρινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίτρινο < (ελληνιστική κοινή) κίτρινος, "αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου"

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.tɾi.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κίτρινο ουδέτερο

  • (χρώμα) το χρώμα του κίτρου
    κίτρινο (χρώμα):   
    το κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κίτρινος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία