- κίτρινο < (ελληνιστική κοινή) κίτρινος, "αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου"
- ΔΦΑ : /ˈci.tɾi.no/
κίτρινο ουδέτερο
- (χρώμα) το χρώμα του κίτρου
- το κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους
→ και δείτε τη λέξη κίτρινος
κίτρινο
- αγγλικά : yellow (en)
- αραβικά : اصف (ar) (’áʂfar)
- αρμενικά : դեղին (hy) (deghin)
- αφρικάανς : geel (af)
- γαλλικά : jaune (fr)
- γερμανικά : gelb (de)
- δανικά : gul (da)
- εβραϊκά : צהוב (he) (tsahóv), צהובה (he) (tshubá)
- εσθονικά : kollane (et)
- εσπεράντο : flava (eo)
- ιαπωνικά : 黄色い (ja) (きいろい, kiirói)
- ιντερλίνγκουα : jalne (ia)
- ισπανικά : amarillo (es), amarilla (es)
- ιταλικά : giallo (it), gialla (it)
- καταλανικά : groc (ca), groga (ca)
- κινεζικά : 黄 (zh) (huáng)
- κορεατικά : 노란 (ko) (noran)
- κροατικά : žut (hr)
- λατινικά : flavus (la)
- νορβηγικά : gul (no)
- ολλανδικά : geel (nl)
- ουγγρικά : sárga (hu)
- πολωνικά : żółty (pl), żółta (pl), żółte (pl)
- πορτογαλικά : amarelo (pt), amarela (pt)
- ρουμανικά : galben (ro)
- ρωσικά : жёлтый (ru) (žóltyj)
- σερβικά : жут (sr)/žut (sr)
- σλοβακικά : žltý (sk)
- σλοβενικά : rumen (sl), žolt (sl)
- σουηδικά : gul (sv) θηλυκό κοινό, gult (sv)
- τσεχικά : žlutý (cs)
- τουρκικά : sarı (tr)
- φινλανδικά : keltainen (fi)
|