Δείτε επίσης: χρυσάφι

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
χρυσαφί < χρυσάφ(ι) + [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσαφί ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

χρυσαφί άκλιτο

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
χρυσαφί: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία