χρυσαφί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.saˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σα‐φί
- ομόηχο: χρυσαφή
- τονικό παρώνυμο: χρυσάφι
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
χρυσαφί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του χρυσαφής για όλα τα γένη
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- χρυσαφί: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χρυσαφί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας