Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμπανί < σαμπάν(ια) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sam.paˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μπα‐νί

  Επίθετο επεξεργασία

σαμπανί ουδέτερο άκλιτο

  • που έχει χρώμα σαμπανί
    αγόρασα κάτι μεταξωτά σαμπανί εσώρουχα καταπληκτικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμπανί ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία