Δείτε επίσης:

Ετυμολογία

επεξεργασία
-ί κατάληξη ουδετέρων ουσιαστικών: (δείτε και ) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίν ή -ιν < υποκοριστικό αρχαία ελληνική -ίον
-ί λόγια επιρρήματα: < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική (όπως ἀμαχητ-ί) σε τί, στί, αστί, ιστί και χωρίς > τ > τα εις εί
-ί ουδέτερα επιθέτων σε -ής, -ιά, -ί: < δάνειο από την (άμεσο δάνειο) τουρκική -i, -ι, -u, -ü όπως (fıstık > fıstıki)



Ετυμολογία

επεξεργασία
-ί κατάληξη ουδετέρων ουσιαστικών: (δείτε και -ίν ή -ιν < υποκοριστικό αρχαία ελληνική -ίον
-ί λόγια επιρρήματα: < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική

Ετυμολογία

επεξεργασία
-ί < πιθανόν κατάλοιπο παλιάς οργανικής πτώσης. Και σε άλλες γλώσσες: λατινικά -i (όπως uti), χεττιτικά (eni-)[1]

-ί

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.