-ί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ί κατάληξη ουδετέρων ουσιαστικών: (δείτε και -ι) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίν ή -ιν < υποκοριστικό αρχαία ελληνική -ίον
- -ί λόγια επιρρήματα: < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ί (όπως ἀμαχητ-ί) σε ‑τί, ‑στί, ‑αστί, ‑ιστί και χωρίς > τ > τα εις ‑εί
- -ί ουδέτερα επιθέτων σε -ής, -ιά, -ί: < δάνειο από την (άμεσο δάνειο) τουρκική -i, -ι, -u, -ü όπως (fıstık > fıstıki)
Επίθημα
επεξεργασία-ί
- κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών → δείτε και -ι
- παιδί
- (και υποκοριστικό) τσούλα > τσουλί
- παιδί
- επίθημα για το σχηματισμό λόγιων επιρρημάτων
- επίθημα σχηματισμού του ουδετέρου των επιθέτων σε -ής, -ιά, -ί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- "-ι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ί κατάληξη ουδετέρων ουσιαστικών: (δείτε και -ίν ή -ιν < υποκοριστικό αρχαία ελληνική -ίον
- -ί λόγια επιρρήματα: < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ί
Επίθημα
επεξεργασία-ί
- κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών → δείτε και -ίν ή -ιν
- επίθημα για το σχηματισμό λόγιων επιρρημάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ί < πιθανόν κατάλοιπο παλιάς οργανικής πτώσης. Και σε άλλες γλώσσες: λατινικά -i (όπως uti), χεττιτικά (eni-)[1]
Επίθημα
επεξεργασία-ί
- για το σχηματισμό επιρρημάτων εις ‑τί, ‑στί, ‑αστί, ‑ιστί και εις ‑εί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.