καροτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καροτής | η | καροτιά | το | καροτί |
γενική | του | καροτή & καροτιού |
της | καροτιάς | του | καροτιού (καροτί) |
αιτιατική | τον | καροτή | την | καροτιά | το | καροτί |
κλητική | καροτή | καροτιά | καροτί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καροτιοί | οι | καροτιές | τα | καροτιά |
γενική | των | καροτιών | των | καροτιών | των | καροτιών |
αιτιατική | τους | καροτιούς | τις | καροτιές | τα | καροτιά |
κλητική | καροτιοί | καροτιές | καροτιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, καροτί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαροτής, -ιά, -ί και άκλιτο καροτί
Μεταφράσεις
επεξεργασία καροτής
|